Home ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΕΣ 1821 &  Μ. ΡΕΥΜΑ

1821 &  Μ. ΡΕΥΜΑ

    Home

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

του βιβλίου "Η ιστορία του Μεγάλου Ρεύματος".

Ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος το 1948 έγραφε..

Το Μέγα Ρεύμα, δεν ήταν μόνο τοποθεσία ρομαντική, τόπος εξόχως υγιεινός, που προσέλκυε όλους σχεδόν, τους σημαίνοντες Φαναριώτες αλλά και χώρα όπου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ήταν Έλληνες. Ο Σκ. Βυζάντιος, γράφει ότι “μέχρις ου προ πολλών ετών, το μόνον μουσουλμανικόν γνώρισμα εν τω Μιχαηλίω ήτο η παρά την είσοδο της οικίας του Σταυράκογλου μεγαλοπρεπής κρήνη, από την εποχή του Σουλτάνου Μουράτ του Δ'. (1611-1640)”.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και για το παραθαλάσσιο του τόπου ο Πάτμιος Ξάνθος κατά το 1818 προτίμησε το Μιχαήλιον (Μέγα Ρεύμα) ως κέντρο από το οποίο θα μπορούσε να διευθύνει το κίνημα της απελευθέρωσης του Γένους. Και διάλεξε ακριβώς μια απομεμονωμένη συνοικία που με το όνομα της ξεσήκωνε από το βαθύ παρελθόν ολόκληρο κόσμο εντυπώσεων και αισθημάτων, την συνοικία που ονομάζονταν, “Καντακουζηνού”, στο δρόμο που οδηγεί προς τον ποιητικότατο λόφο του Προφήτη Ηλία με τους γηραιούς του πλάτανους. Εδώ στο Αρναούτκιοϊ (τουρκιστί το Μέγα Ρεύμα) συναντήθηκαν στο σπιτάκι του Ξάνθου - στη συνοικία Καντακουζηνού - ο Σκουφάς, ο Αναγνωσταράς, ο Χρυσοσπάθης, ο Δημητρόπουλος, ο Φαρμάκης και άλλοι.

Genadio.jpg (18623 bytes)

Ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος

Ο Σπύρος Μελάς στο “Ελεύθερον Βήμα” της 4 Απριλίου 1930 έγραφε τα εξής σχετικά με την ενέργεια του Ξάνθου και των συνεργατών του υπέρ της απελεύθερης του Γένους στο Αρναούτκιοϊ. “Ητο 13 του Απρίλη του 1818 ημέρα Μεγάλο Σάββατο. Ο Ξάνθος με τις δύο φαμίλιες του, με τα κεράκια του στην εκκλησία να περιμένουν να ακούσουν το "Δεύτε λάβετε φως", να κάνουν Ανάσταση. Ο Ξάνθος (τον Σκουφά) τον παίρνει στο σπιτάκι του για φίλο, τον παρουσιάζει στις φαμίλιες του, τρώνε μαζί τον τζορμπά (σούπα), τσουγγρίζουν τ' αυγά, πίνουν κι' εύχονται τη γρήγορη Ανάσταση του Γένους. Ο Σκουφάς εξηγεί στον Ξάνθο ότι μένουν στο καράβι που τους έφερε από την Οδησσό, αυτός o Αναγνωστόπουλος και ο Λουριώτης δύο καινούργιοι φιλικοί. Ο Ξάνθος, τους καλεί κι' αυτούς. Κάνουν Πάσχα μαζί στο μικρό σπιτάκι του στο Αρναουτκιοϊ ”.

Ο Σκουφάς πέθανε στο Μ. Ρεύμα στις 31 Ιουλίου 1819 και ετάφη στην εκκλησία των Παμμ. Ταξιαρχών. Έτσι ανακατεύθηκαν τα οστά ενός ήρωα της ελευθερίας με τα οστά Πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ηγεμόνων, πλουσίων πραματευτών, που όλοι αυτοί κατακλύζονταν από τα ίδια αισθήματα.

Τα διατρέξαντα επί Ξάνθου και των συναδέλφων των έγιναν γνωστά. Αυτή η αποκάλυψη προκάλεσε φόβο και τρόμο σε πολλούς Μεγαρευμιώτες και ανάγκασαν αρκετούς απ' αυτούς να φύγουν στο εξωτερικό. Απ' εκείνους τους υπολειφθέντες έγκριτους ομογενείς πολλοί κρεμάστηκαν ή φονεύθηκαν είτε μέσα στην πόλη είτε στις επαρχίες όπου εξορίστηκαν.

Μεταξύ των κρεμασθέντων στο Μ. Ρεύμα ήταν ο χωρεπίσκοπος Μ. Ρεύματος Θεοδωρουπόλεως Ανθιμος, τον οποίο ο Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, στον επιμνημόσυνο λόγο που εξεφώνησε στον Γρηγόριο τον Ε'. -Απρίλιος 1822- στην Οδησσό, αποκαλεί επιστάτη. Κρεμάστηκε στο πηγάδι του “τσαρσιού”  (της αγοράς) αντίκρυ στον περίβολο της εκκλησίας (συγκεκριμένα απέναντι στο φούρνο του χωριού) μαζί με τους μητροπολίτες Αδριανουπόλεως Δωροθέο Πρώϊο τον Χίου, άλλοτε σχολάρχη της Μεγάλης Σχολής, και τον Τορνόβου Ιωαννίκιον. Όλοι τους κατοικούσαν στο Μ. Ρεύμα, όπως και τόσοι άλλοι αρχιερείς.

Η παράδοση λέγει ότι ο αείμνηστος μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος, γέροντας του Οικ. Πατριάρχου Γρηγορίου του Στ`, περνούσε με το καΐκι για να πάει στα Θεραπειά (προάστειο στο Βόσπορο). Βλέποντας τους κρεμασμένους συναδέλφους του στο πηγάδι του τσαρσιού του Αρναούτκιοϊ, προαισθάνθηκε το ίδιο τέλος και για τον εαυτό του. Άρχισε λοιπόν από το Μ. Ρεύμα να ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία. Την τελείωσε ακριβώς στην πόρτα της μητρόπολης όπου τον περίμενε ο δήμιος για τα περαιτέρω.

Και που είναι τώρα τα μεγάλα πρόσωπα που κοσμούσαν το ερατεινό αυτό χωριό των Βυζαντινών; που οι Ναζίρηδες οι κόμισοι, οι μεγάλοι Λογοθέτες, οι ηγεμόνες Βλαχίας και Μολδοβλαχίας, οι καπικεχαγιάδες τους, οι σπαθάρηδες τους; “ου πάντα κόνις, ου πάντα μύθος, ουκ εν ολίγοις οστέοις τα μνημόσυνα της ζωής αυτών” κατά την έκφραση του Μ. Βασιλείου; Που τα αρχοντικά μέγαρα, όπου Ιωάννης ο Μαυροκοδάτος απέθανε με το τσουμπούκι του στο στόμα; πού τα λαμπρά σπίτια των Σκαναβήδων και το παλάτι του περιβόητου Σταυράκογλου; Θα επαναλάβω τα δαβιτικά λόγια που πρόφερε ο Δαπόντε εξ αφορμής το γκρέμισμα του μεγάρου του φίλου του Γεωργίου Σπαθάρη Σταυράκογλουκαι παρήλθον και ιδού ουκ ήν, και εζήτησα και εγώ, ως ο Δαβίδ τον τόπον αυτού, και ουκ ευρέθη ο τόπος αυτού”.

Και ο Παναγιώτης Σούτσος, από την πολυπαθή οικογένεια των Σούτσων, αφού μελέτησε τις τραγικές μεταβολές που υπέστη και η οικογένεια των Σούτσων και οι άλλες ηγεμονικές οικογένειες που είχαν ωραία και πολυτελή παλάτια στο Βόσπορο, απαντά ως εξής στο ανώτερο ερώτημα :

Υπήρξαν αι λιθόστρωτοι εκείναι παραλίαι,
Υψηλαντών και Μουρουζών & Σούτσων κατοικίαι
αλλά ο βίος άστατος, ως ρους θαλάσσης ρέει
τας υπό κέδρου στέγας των Αρμένιοι Εβραίοι
οικούσι προ ενιαυτών πολλών εκπεπληγμένοι
και η αράχνη στους χρυσούς ορόφους των υφαίνει.

Τελευταίως, εξ αφορμής της συγγραφής του παρόντος βιβλίου, γράφει ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος στο βιβλίο του “Η Ιστορία του Μεγάλου Ρεύματος” περιεργαζόμουν τα προς την παραλία και λίγο παραπάνω, παλαιά σπίτια του χωριού. Το βλέμμα μου σταμάτησε στο σπίτι που άλλοτε κατοικούσε ο φιλόμουσος και ευσεβής πατριάρχης Γρηγόριος ο Φουρτουνιάδης. Βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί προς το Αμερικανικό Παρθεναγωγείο (Amerikan Κiz Κoleji). Παρατήρησα με κάποια προσοχή. Είναι κτισμένο πάνω σε θεμέλια παλαιού ηγεμονικού παλατιού. Ποίος ξέρει αν δεν ήταν εκεί το παλάτι του ξακουσμένου Χίου Δημητρίου Σκαναβή ή του Ιωάν. Μαυροκορδάτου, υιού του Νικολάου !

Τα γεγονότα του 1821, οι μεταβολές των συνθηκών της ζωής, η ανάπτυξη των μέσων της συγκοινωνίας, η δημιουργία στο πέραν μιας νέας ομογενούς αριστοκρατικής κοινωνίας και προ πάντων η δημιουργία ελεύθερης Ελλάδας, αποψίλωσαν σιγά σιγά το Μ. Ρεύμα από το πλήθος των ευγενών Φαναριωτών και άλλων εγκρίτων Ελλήνων. Εχασε την παλαιά του αίγλη. Μ' όλα ταύτα ως τον καιρό της ανταλλαγής των πληθυσμών, οπότε και πολλοί εγκατέλειψαν το χωριό από αδικαιολόγητο φόβο, το Μέγα Ρεύμα διατηρούσε αρκετή αίγλη και σχεδόν ακέραιο το ομογενές στοιχείο, τον Ελληνικό του χαρακτήρα.  

Σημ. δική μου: Οι επόμενες πράξεις του έργου παίχθηκαν το 1955, το 1963, το 1974 και στις μέρες μας γράφεται ο επίλογος....Η Αστική μας Σχολή έκλεισε προσωρινά λόγω σεισμών, το οριστικό της όμως κλείσιμο δεν φαίνεται μακρινό αφού δεν θα υπάρχουν παιδιά να φοιτήσουν σ΄ αυτή.... 

Συνεχίζει ο Γεννάδιος... Είχα το τύχη να το βρω περιβεβλημένο με πέπλο αρκετής λαμπρότητας και με πληθυσμό καθαρά ομογενή. Δοκίμασα και το ατύχημα να το δω και παρηλλαγμένο, (έγραφε το 1948 ο Ηλιουπόλεως Γεννάδιος). Περιφερόμενος πότε πότε ανά τα ερείπια των γκρεμισμένων παλαιών παλατιών των εγκρίτων “εγχωριαζόντων” του αρχαίου Μιχαηλίου αρχίζω μελαγχολικά να ψελλίζω τα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου :

τας οικίας περισκόπει, τας των μεγάλων και περιφανών και νυν εις έδαφος κατενεχθείσας. Εννόησον πόσα ίσχυσαν, και νυν ουδέ μνήμη αυτών υπολέλειπται”.

Και τελειώνει το υπέροχο αυτό βιβλίο, ο αείμνηστος μητροπολίτης μας λέγοντας:

Υπελείφθη, ας προσθέσω, η μνήμη του παρελθόντος, η ιστορική αφήγηση και αυτή προσπάθησα, κατά την δύναμη μου, να την κάμω ζωντανή, όχι μόνον ως προς τα εξέχοντα πρόσωπα που κατοίκησαν εδώ στο Μέγα Ρεύμα, αλλά και ως προς ολόκληρο το χωριό, την δεύτερη αυτή πατρίδα μου”.

Έγραφον εις το Μέγα Pεύμα τη 31η Δεκεμβρίου 1948.

Ο Μητρ. ΗΛΙΟΥΙΙΟΛΕΩΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ
 

 

Home ]
Last modified: ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 22,  2021